πηδαλιωδης

πηδαλιωδης
    πηδαλιώδης
    πηδᾰλι-ώδης
    2
    кормилообразный, похожий на кормовое весло
    

τὰ πηδαλιώδη τῶν ἀκρίδων Arst. — лапки саранчи, подобные кормовому веслу


Древнегреческо-русский словарь - М.: ГИИНС. . 1958.

Игры ⚽ Нужно решить контрольную?

Смотреть что такое "πηδαλιωδης" в других словарях:

  • πηδαλιώδης — ες, ΝΑ [πηδάλιον] όμοιος με πηδάλιο, αυτός που χρησιμοποιείται ως πηδάλιο (α. «πηδαλιώδη φτερά» τα φτερά τής ουράς τού πουλιού που χρησιμοποιούνται ως πηδάλιο κατά την πτήση β. «ὄπισθεν μόνον ἔχουσι τὰ πηδαλιώδη αἱ ἀκρίδες», Αριστοτ.) …   Dictionary of Greek

  • πηδαλιώδη — πηδαλιώδης rudder shaped neut nom/voc/acc pl (attic epic doric) πηδαλιώδης rudder shaped masc/fem/neut nom/voc/acc dual (doric aeolic) πηδαλιώδης rudder shaped masc/fem acc sg (attic epic doric) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • -ώδης — ΝΜΑ β συνθετικό επιθέτων τής Αρχαίας Ελληνικής, που ανάγεται στο θέμα οδ τού ρήματος ὄζω* «έχω μυρωδιά, μυρίζω», με έκταση λόγω συνθέσεως. Η αρχική σημασία, ωστόσο, τού β συνθετικού διατηρείται σε ελάχιστα επίθετα στα οποία η σημασία τού α… …   Dictionary of Greek


Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»